-
1 αποκειρω
1) тж. med. стричь, обстригать(τὰς κεφαλάς Her.; ἀποκαρέντα πρόβατα Diod.)
2) тж. med. состригать, срезывать(χαίτην Hom.; τὰς κόμας Plat.; τὸν πώγωνα Luc.)
3) перен. стричь, обирать4) уничтожать, истреблять(ἄνδρας Aesch.; ἀποκείρεται ἄνθος πόλεως Eur.)
5) рассекать, разрезать(φλέβα Hom. - in tmesi)
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek